σκιμβός

σκιμβός
σκιμβός
Grammatical information: adj.
Meaning: = χωλός, σκαμβός (H., sch. Ar. Nu. 254).
Derivatives: σκιμβάζει χωλεύει (Ar. Fr. 853, H.), to which σκιμβασμός φιλήματος εἶδος H. Semant. unclear σκιμβάδες ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, σκέπης χάριν H. Seemingly primary σκίψαι ὀκλάσαι. Άχαιοί H. -- Without σ-: κιμβάζει στραγγεύεται (στρατ- cod.) H.; ὀκιμ-βάζειν (ὀ- hardly from ὀκλάζειν?) διατρίβειν καὶ στραγγεύεσθαι (στρατ- cod.) H. (Phot.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Popular words, which cannot be exactly analysed; cf. σκαμβός wit furthr details. IE etymology (Germ., e.g. OWNo. skeifr `slanting', Latv. šḱībs `id.') in WP. 2, 546 (w. lit.), Pok. 922; to this Schwyzer 275 and 352. Farreaching combinations by Specht Ursprung 262 f. -- The word is clearly Pre-Greek (note the prenasalizatio), Furnée 154, 286.
Page in Frisk: 2,732

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκιμβός — halt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιμβός — ή, όν, Α χωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. σκαμβός). Αμφίβολη είναι η σύνδεση τής λ. με το αρχ. νορβ. skeifr «λοξά» (βλ. και λ. σκίψαι)] …   Dictionary of Greek

  • zgâmboi — ZGÂMBÓI1, zgâmboi, s.m. (fam.) Copil (mic), puşti, pici. – et. nec. Trimis de valeriu, 02.06.2003. Sursa: DEX 98  ZGÂMBOÍ2, zgâmboiesc, vb. IV. refl. (reg.) A se strâmba, a se schimonosi; a face grimase. – et. nec …   Dicționar Român

  • σκίμπους — οδος, ο, ΝΑ σκαμνί αρχ. είδος κλίνης, φορείο για τη μεταφορά τών ασθενών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *σκιμπέ πους (< σκίμπτομαι «πέφτω πάνω σε κάτι» + πούς) με σημ. «πόδι στο οποίο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • σκιμβάδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκιμβός «χωλός»] …   Dictionary of Greek

  • σκιμβάζω — και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Α λυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός*. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω] …   Dictionary of Greek

  • σκιμβόλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἠλίθιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σκιμβός] …   Dictionary of Greek

  • skē̆ i-bh-, -p-, nasalized ski-m-bh- —     skē̆ i bh , p , nasalized ski m bh     English meaning: slant; to limp     Deutsche Übersetzung: ‘schief, hinken(d)”     Material: O.Ice. skeifr ‘slant, skew” (*skoipo ), O.E. scüf, scüb ds. (in scüf fōt ‘schieffũßig”), M.L.G. schēf ds.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”